Ποιοι είμαστε

Είμαστε Χριστιανοί Καθολικοί που ακολουθούμε το βυζαντινό λειτουργικό τυπικό, γι’ αυτό ονομαζόμαστε Ελληνόρρυθμοι ή Ενωτικοί.

Είμαστε σε πλήρη κοινωνία με την Αποστολική Έδρα της Ρώμης, διατηρώντας όμως τα ίδια έθιμα, τις πνευματικές και λειτουργικές παραδόσεις των Αγίων Πατέρων της Ελληνικής Εκκλησίας. Ήδη στον ΙΑ’ αιώνα, μετά τις προστριβές μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας του 1054, μια σημαντική παράταξη Ανατολικών έμεινε ενωμένη με την Εκκλησία της Ρώμης, ενώ άλλες ανατολικές εκκλησίες ζήτησαν πιο αργότερα την απόκτηση της πλήρους κοινωνίας, επιθυμώντας να επιστρέψουν στη αδιαίρετη χριστιανική εκκλησία της πρώτης χιλιετίας.

+++

Η Εκκλησία της Ελλάδος εξαρτάτο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως όταν κατά το 1054, έτος ανεξίτηλο στην μνήμη όλων των Ελλήνων χριστιανών, αλλά και των χριστιανών γενικότερα, έγινε το επικατάρατο Σχίσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας. Η Δυτική Εκκλησία κατά το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση αντιμετώπιζε  μεγάλη και βαθειά κρίση. Έτσι οι δύο χριστιανικοί κόσμοι  αποξενώθησαν μεταξύ τους ακόμη  περισσότερο. Παρά το γενικό βαρύ αυτό εκκλησιαστικό  κλίμα, πραγματοποιήθηκαν και δυο σοβαρές εκκλησιαστικές, οικουμενικές προσπάθειες για την προσέγγιση των δύο Εκκλησιαστικών κόσμων Ανατολής και Δύσεως. Η πρώτη προσπάθεια έγινε με τη σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου (1274) στη Λυών της Γαλλίας. Δυστυχώς, η Σύνοδος δεν είχε θετικά αποτελέσματα στο πλήρωμα της Εκκλησίας. Εν τούτοις, η σπουδαιότητα της Συνόδου, υπογραμμίζεται ιστορικά με την ανάδειξη  κατηγορίας  μεγάλων εκκλησιαστικών ανδρών, οι οποίοι υπήρξαν  υποστηρικτές της ενώσεως. Αυτοί όλοι ήσαν οι «Ενωτικοί» του Βυζαντίου. Μεταξύ αυτών, ήταν ο Ιωάννης Βέκος (1293) ο οποίος υπέγραψε την ένωση στη Λυών, ο Γεώργιος Ακηροπολίτης (1282), ο Γεώργιος Μετοχίτης (1328), ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός (1350) , ο Νικηφόρος Γρηγοράς  (1359), ο Ιωάννης Καλέκας, Πατριάρχης (1334-1347), ο Δημήτριος Κυδώνης (1398), ο αδελφός του Προχώριος και πολλοί άλλοι.

Όλοι αυτοί και άλλοι ακόμη, πίστευαν ότι η ιδέα της ενότητας των χριστιανών και η ένωση του Βυζαντίου με την Αποστολική Έδρα της Ρώμης, την «Καθέδρα του Πέτρου», ήσαν σύμφωνοι προς την Αρχαία Παράδοση της Εκκλησίας της Ανατολής –  και σύμφωνοι  προς τη διδασκαλία του Χριστού.

Μετά από πολλές συζητήσεις δυο αιώνων, τελικά το 1439, υπογράφηκε στη  Φλωρεντία  της Ιταλίας, μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, η ένωση των δύο Εκκλησιών, Ορθοδόξου και Καθολικής, όπου  είχε συγκληθεί  επί τούτου Οικουμενική Σύνοδος. Αυτή τη φορά είχε προηγηθεί μεγαλύτερη προετοιμασία, τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και σε ορισμένες Μητροπόλεις της Ελλάδος. Οι Ενωτικοί, δηλαδή οι Έλληνες που επιθυμούσαν την ένωση με την Αποστολική ΄Έδρα της Ρώμης, αυτοί του νέου  σταθμού για την Εκκλησία ήταν οι μεγάλες ιστορικές φυσιογνωμίες του Βησσαρίωνος, Μητροπολίτου Νικαίας, και του Ισιδώρου, Μητροπολίτη Κιέβου. Επίσης, οι τρεις τελευταίοι Πατριάρχες της ελεύθερης Κωνσταντινουπόλεως: Ιωσήφ, Ναθαναήλ και Πετροφάνης· οι Μητροπολίτες: Μυτιλήνης Δωρόθεος, Ρόδου Ναθαναήλ, Μονεμβασίας Δοσίθεος και ορισμένοι άλλοι, καθώς και  οι δύο τελευταίοι Αυτοκράτορες: Ιωάννης (1448) και Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος (1453), οι οποίοι, μέχρι του θανάτου τους, έμειναν πιστοί στη συμφωνηθείσα ένωση της  Φλωρεντίας.

Για όσους αμφιβάλλουν για την ορθότητα και τη χριστιανική γνησιότητα των κριτηρίων αυτών τα οποία οδήγησαν τους  εκκλησιαστικούς αυτούς άνδρες να υπογράψουν την Ένωση των Εκκλησιών στην Φλωρεντία, δεν έχουν παρά να μελετήσουν  όσα αναφέρει ο ίδιος ο Μητροπολίτης  Νικαίας Βησσαρίων: «ποία ικανή απολογία έχομε ενώπιον του Θεού για ένα τόσο μεγάλο κακό που είναι η διαίρεση των αδελφών, αφού γι’ αυτήν ήλθε ο Χριστός στη γη και σταυρώθηκε….;  ποία ικανή απολογία θα έχομε να δώσομε στις μετέπειτα και, κυρίως, στις σημερινές γενεές; …» (Ε.Π. 161, 610 Α-Β).

Αυτοί οι Ανατολικοί της  Καθολικής Εκκλησίας, οι οποίοι  έμειναν πιστοί στη συνείδησή  τους, οι καλούμενοι «Ενωτικοί», υπήρξαν τόσον στον  Ελληνικό χώρο όσο και έξω απ’ αυτόν. Υπήρξαν σε όλους τους αιώνες μετά το χωρισμό, όπως και μετά την κατάλυση του Βυζαντίου. Αναμφισβητήτως, δεν αποτελούσαν οργανωμένες τοπικές Εκκλησίες. Ήταν διάσπαρτοι Ανατολικοί ή και  οικογένειες  που εξυπηρετούνταν πνευματικά  από Δυτικούς  Καθολικούς, ή από  ιερείς αποφοίτους του Ελληνικού Κολλεγίου  της Ρώμης, αλλά και από Ορθοδόξους ιερωμένους, αφού κριτήριο των μεταξύ των Εκκλησιών σχέσεων δεν  ήταν ο θρησκευτικός φανατισμός.

Όσον αφορά τους σημερινούς Ενωτικούς της Ελλάδος, με την πάροδο των αιώνων η πνευματική αγωνία του Βησσαρίωνος και άλλων, βρήκε κατά καιρούς απήχηση στη συνείδηση ορισμένων πιστών. Ο πόνος αυτός για τη διαιώνιση της διαίρεσης  των χριστιανών οπαδών του Χριστού, και ο ιερός πόθος της ενότητας των χριστιανών, προς δόξα Θεού, αλλά επίσης το «ίνα ο κόσμος πιστεύση» (Ιω. 17), μεταλαμπαδεύτηκε και σε άλλους μεταγενέστερους Ιεράρχες, ιερείς και λαϊκούς.

ο Θεοδωρουπόλεως Γεώργιος Χαλαβαζής

 Έτσι,  στη νεότερη εκκλησιαστική ιστορία θα αναφέρουμε τους Ιεράρχες που  υπήρξαν και εργάστηκαν με ζήλο για τον πόθο του Χριστού «ίνα πάντες εν ώσιν» (Ιω. 17,21). Αυτοί είναι: ο Γρατιανουπόλεως Ησαΐας Παπαδόπουλος, Έξαρχος των Ελληνορρύθμων Καθολικών στην Κωνσταντινούπολη, (1911), ο διάδοχός του, Θεοδωρουπόλεως Γεώργιος Χαλαβαζής, οποίος ξεκίνησε το έργο του στην Κωνσταντινούπολη και με τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα με το μικρό του ποίμνιο (1922). Μετά την εκδημία του (1957) διάδοχός του υπήρξε ο Γρατιανουπόλεως Υάκινθος Γαδ (+1975). Κατόπιν ο Γρατιανουπόλεως Ανάργυρος Πρίντεζης (+ 2011), και έπειτα ο Γρατιανουπόλεως Δημήτριος Σαλάχας.

 Ο σημερινός Έξαρχος των Ελληνορρύθμων Καθολικών Ελλάδος είναι ο Καρκαβίας Εμμανουήλ Νιν (2016).

Οι Καθολικοί της Ανατολικής Παράδοσης στην Ελλάδα άρχισαν μια νέα σελίδα της ιστορίας τους, όταν, κατά την περίοδο της Μικρασιατικής καταστροφής (1922-24) ο Ιεράρχης Γεώργιος Χαλαβαζής, ακολουθούμενος από πρόσφυγες, μέλη του ποιμνίου του, που αποτελείτο από ιερείς, μοναχές της Ιεράς Μονής Παμμακαρίστου Θεοτόκου το Μοναχικό Τάγμα που ο ίδιος είχε ιδρύσει στην Κωνσταντινούπολη, και 3.000 πιστούς λαϊκούς, ενορίτες της Εξαρχίας. Μικρή ομάδα πιστών του από τις αγροτικές περιοχές της Ανατολικής Θράκης  εγκαταστάθηκαν στην προϋπάρχουσα εκεί από το 1861 ενωτική ενορία των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στα Γιαννιτσά Ν. Πέλλης. Μέχρι το 1932 η Εξαρχία ήταν ενιαία  για την  Τουρκία  και την Ελλάδα. Η πολιτική κατάσταση της εποχής εκείνης και η αβεβαιότητα του μέλλοντος ως προς τις σχέσεις των δυο χωρών, υποχρέωσε τη διχοτόμησή της. Από το 1923 το τμήμα της Εξαρχίας στην Ελλάδα, έγινε πλέον αυτόνομο, και φέρει τον τίτλο: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΞΑΡΧΙΑ.

Επωνυμία : «Ελληνική Καθολική Εξαρχία Θ.Ν.Π.» [Ν. 4301/14 (Φ.Ε.Κ. Α´ 223/7.10.2014)]
Έτος ίδρυσης: 1911
Διεύθυνση: Αχαρνών 246 – ΑΘΗΝΑ Τ.Κ. 112 53
Τηλεφωνικό κέντρο: 210 8670170
Τηλέφωνο Γραμματείας: 210 8677039
Fαx: 210 8677039
Email: grcathex@gmail.com

©2017 Ελληνική Καθολική Εξαρχία elcathex.gr

Web Design by mare - Hosted by ATgroup